ορεκτικό

ορεκτικό
starter

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορεκτικός — ορεκτικός, ή, ό και ορεχτικός, ή, ό 1. για φαγητό, αυτός που κινεί την όρεξη: Ορεκτικά φαγητά. 2. αυτός που προκαλεί τον πόθο, την επιθυμία του άλλου: Ορεκτική γυναίκα. 3. ως ουσ., ορεκτικό, το και ορεκτικά, τα καθετί που τρώγεται πριν από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απεριτίφ — το ποτό (ούζο, μαστίχα, ουίσκι κ.λπ.) που προσφέρεται πριν από το φαγητό για ορεκτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aperitif «αυτός που διεγείρει, που ανοίγει την όρεξη» < (μσν. γαλλ.) aperitivus, μεταπλασμένος τ. < λατ. aperio «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • κοκορέτσι — το ορεκτικό που φτιάχνεται από τεμαχισμένα σπλάχνα ζώου, ιδίως αρνιού, τυλιγμένα με έντερα και ψήνεται στη σούβλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. kokorec i] …   Dictionary of Greek

  • λίχνευμα — το (Α λίχνευμα) [λιχνεύω] ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές …   Dictionary of Greek

  • λίχνευσις — λίχνευσις, ἡ (Μ) [λιχνεύω] λίχνευμα, ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά …   Dictionary of Greek

  • λίχος — λίχος, τὸ (Α) το ορεκτικό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας λειχ τού ρ. λείχω «γλείφω») + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …   Dictionary of Greek

  • μους — (I) η αφρός που χρησιμοποιείται για φορμάρισμα τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse (βλ. λ. μους [ΙΙ]), λ. η οποία χρησιμοποιείται για κάθε αντικείμενο που έχει αφρώδη υφή]. (II) το ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”